- παροχετευτικός
- -ή, -όαυτός που συντελεί στην παροχέτευση, ο κατάλληλος για παροχέτευση: Παροχετευτικός αγωγός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παροχετευτικός — ή, ό / παροχευτικός, ή, όν ΝΜΑ [παροχετεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παροχέτευση 2. αυτός που συντελεί στην παροχέτευση ή είναι κατάλληλος γι αυτήν … Dictionary of Greek